Οι δημοτικές εκλογές τελείωσαν και μπορούν να ξεκινήσουν, υποθέτω, οι αιώνιες συζητήσεις γι' αυτήν, αφού προεκλογικά δεν ακούστηκε τίποτε απολύτως, ούτε καινούργιο ούτε καν παλιό και δοκιμασμένο. Μια άνευρη εκστρατεία με προκαθορισμένο αποτέλεσμα, άφησε όλους τους υποψήφιους ευχαριστημένους αλλά όχι και την πόλη, που έχασε την ευκαιρία να συνοψίσει την κατάστασή της, να ενισχύσει την αυτογνωσία της και να σχεδιάσει κάποια στοιχειώδη βήματα για το μέλλον. Οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση επισκιάστηκε αναπόφευκτα από την αντιπαράθεση για τις ευρωεκλογές και το κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Ήταν, τελικά, εντελώς λανθασμένη και ασύμβατη η ταυτόχρονη διενέργειά τους, όπως και η πεντάχρονη διάρκεια της δημαρχιακής θητείας, που αποδείχτηκαν δήθεν εκσυγχρονιστικές εξυπνάδες.
Στη Θεσσαλονίκη προέκυψε εύκολα το θετικό και αναμενόμενο αποτέλεσμα της επικράτησης της «Πρωτοβουλίας», που βγήκε ενισχυμένη μεν εξωτερικά στα ποσοστά και στην προσωπική ενίσχυση του δημάρχου, αποδυναμωμένη όμως εσωτερικά ως προς τη συνοχή, την ανανέωση και την ενίσχυση των αιρετών συμβούλων, την κινηματική σχέση με τη βάση της παράταξης αλλά και τη βαθύτερη επαφή της με την πόλη και την κοινωνία. Οι πολίτες ψήφισαν σωστά, δίνοντας δικαιολογημένα παράταση θητείας στον Γιάννη Μπουτάρη, χωρίς όμως τον ενθουσιασμό του 2010 και με μεγάλη ανησυχία για τα σοβαρά προβλήματα και τις δυσοίωνες προοπτικές για την αντιμετώπισή τους. Και επειδή η διοίκηση δεν είναι νέα αλλά συνεχίζει το έργο της, δεν υπάρχει μεταβατικό διάστημα προσαρμογής ή περίοδος ανοχής ούτε μιας ημέρας. Όμως, παρά τις κρίσιμες αυτές συνθήκες, η πόλη μοιάζει να κινείται ακυβέρνητη, χωρίς πυξίδα και όραμα, με κεκτημένη ταχύτητα και αυτόματο πιλότο, ανοχύρωτη μπροστά στη γενικευμένη ανομία και συμβιβασμένη με τη χαοτική της καθημερινότητα.
Παρατηρώ, για παράδειγμα, ότι η καταστροφική κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας, που έβαζε, σε κάποιο βαθμό, μια τάξη στην ασυδοσία και γενικά στην ιδιοτελή παραβατικότητα των πάσης φύσεως καταπατητών του δημόσιου χώρου, όχι μόνο δεν απασχολεί πια κανέναν, αλλά έχει γίνει αποδεκτή σιωπηλά από την πλειονότητα των κατοίκων, των καταστηματαρχών και των επισκεπτών του κέντρου. Τώρα πια μπορεί κανείς να παρκάρει (ή να διπλοπαρκάρει) ανέξοδα και όσο θέλει σε μια θέση στάθμευσης, να ανέβει με ταχύτητα από τη ράμπα στο πεζοδρόμιο με το μηχανάκι (προχτές μέτρησα 12 σε ένα τέταρτο στον πεζόδρομο της Ικτίνου), περνώντας ανάμεσα από μαθητές, γονείς και αδιάφορους θαμώνες των καφέ. Οι πολίτες συνηθίζουν, γίνονται σταδιακά πιο ανεκτικοί και τελικά συνένοχοι στην ανομία, αφού αύριο μπορεί και οι ίδιοι να επωφεληθούν. Η κατάσταση αυτή, που κυριάρχησε προεκλογικά, έχει ισχυροποιηθεί και τείνει να μονιμοποιηθεί, επικρατώντας στα ξεθωριασμένα συνθήματα και τις σισύφειες προσπάθειες για μια ανθρώπινη πόλη.
Δε θέλω να γίνω μάντης κακών, ούτε να προεξοφλήσω από τώρα την αποτυχία μιας διοίκησης που έφερε φρεσκάδα και χρώμα πριν από τέσσερα χρόνια στην άτονη ζωή της πόλης. Διαβλέπω, όμως, τα πρώτα ίχνη μιας κόπωσης, μιας αυτάρεσκης χαλαρότητας και (μακάρι να διαψευσθώ) μιας πρώιμης αλαζονείας που προέκυψε πιθανώς από την ευκολία της επικράτησης. Τα δύσκολα τώρα αρχίζουν. Και μη σκεφτείτε πως τα λέω αυτά, επειδή θύμωσα που δεν ήμουν υποψήφιος. Είναι γνωστό πως τα επαναλαμβάνω μονότονα τα τελευταία 30 χρόνια. Σταμάτησα λίγο πριν από τις εκλογές για να μη βλάψω την παράταξη που πάντα υποστηρίζω. Όμως πάνω απ αυτήν και απ' όλους μας βρίσκεται πάντα η Θεσσαλονίκη. Γι' αυτήν δε σταμάτησα ποτέ να νοιάζομαι και να μιλώ, «να σφυροκοπώ αδιάκοπα το ίδιο αμόνι».